παρέλκω

παρέλκω
ΝΑ [έλκω]
1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη
2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.)
β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» — χωρίς αναβολή)
3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα με το ρεύμα κάποιο σκάφος, τραβώ γεντέκι («ἐκ γῆς παρέλκεται» — ρυμουλκείται [πλοίο] από την όχθη, Ηρόδ.)
4. πλεονάζω, περισσεύω
νεοελλ.
(ως τριτοπρόσ.) παρέλκει
είναι κάτι περιττό, πλεονάζει («η φράση παρέλκει»)
αρχ.
1. σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου, κατορθώνω να λάβω κάτι με κάποιο τρόπο («οὔνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο», Ομ. Οδ.)
2. (για κάποιον που οδηγεί άλογο χειραγωγώντας το) σέρνω, οδηγώ, φέρνω από τα πλάγια
3. μέσ. παρέλκομαι
σέρνομαι μαζί, τραβιέμαι («ὁ ἐλαύνων τὸν ἕτερον παρέλκεται», Αρποκρ.)
4. παθ. σέρνομαι μέσα, εισάγομαι ως συνοδεία μέλους
5. επιμηκύνομαι, εξακολουθώ («ἐν γε τοῑς παροῡσιν ἥδιστα τὰ παρέλκοντα», Λουκ.)
6. παράγομαι («παρέλκειν ἀπό...»)
7. (για θέατρο) εισάγω στη σκηνή, ανεβάζω έργο («Εὔπολις μὲν τὸν Μαρικᾱν πρῶτον παρείλκυσεν», Αριστοφ.)
8. μτφ. α) σέρνω μέσα σε κάτι, εισάγω («τὰ Ἰουδαϊκὰ εἰς τὸν μῡθον παρέλκειν», Πλούτ.)
β) προσποιούμαι ότι κάνω κάτι («μὴ κενὰς παρέλκειν τὰς κώπας» — να μην κωπηλατείς στον αέρα, να βυθίζεις τα κουπιά στο νερό, Αριστοφ.)
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τά παρέλκοντα
τα πλεονάζοντα, τα περιττά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρέλκω — draw aside pres subj act 1st sg παρέλκω draw aside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέλκω — παρέλκυσα 1. παρελκύω, τρενάρω. 2. (απρόσ.) παρέλκει, είναι περιττό: Μετά το θάνατο του αρρώστου παρέλκει κάθε συζήτηση για το είδος της αρρώστιας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρειλκυσμένα — παρέλκω draw aside perf part mp neut nom/voc/acc pl παρειλκυσμένᾱ , παρέλκω draw aside perf part mp fem nom/voc/acc dual παρειλκυσμένᾱ , παρέλκω draw aside perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέλκετε — παρέλκω draw aside pres imperat act 2nd pl παρέλκω draw aside pres ind act 2nd pl παρέλκω draw aside imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέλκῃ — παρέλκω draw aside pres subj mp 2nd sg παρέλκω draw aside pres ind mp 2nd sg παρέλκω draw aside pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρειλκυσμένον — παρέλκω draw aside perf part mp masc acc sg παρέλκω draw aside perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελκομένων — παρέλκω draw aside pres part mp fem gen pl παρέλκω draw aside pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελκυσθέντα — παρέλκω draw aside aor part pass neut nom/voc/acc pl παρέλκω draw aside aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελκύσαι — παρέλκω draw aside aor inf act παρελκύσαῑ , παρέλκω draw aside aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελκύσω — παρέλκω draw aside aor subj act 1st sg παρέλκω draw aside aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”